- λειτουργοῦσα
- λειτουργέωserve public offices at one's own costpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λειτουργούσας — λειτουργούσᾱς , λειτουργέω serve public offices at one s own cost pres part act fem acc pl (attic epic doric) λειτουργούσᾱς , λειτουργέω serve public offices at one s own cost pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδοαορτική αντλία ή μπαλόνι — Συσκευή που εισάγεται στην αορτή, για να παρέχει προσωρινή βοήθεια σε μια ανεπαρκώς λειτουργούσα καρδιά. Η συσκευή λειτουργεί φουσκώνοντας ανάμεσα στις συσπάσεις του καρδιακού μυός, για να βοηθήσει την κυκλοφορία του αίματος. Χειρουργική επέμβαση … Dictionary of Greek